βηχιό

βηχιό
το (AM βήχιον και βηχίον)
ελαφρός βήχας
αρχ.
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βηχιό < αρχ. βηχίον < βηξ(-χός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”